διαπράττω
From LSJ
French (Bailly abrégé)
att. c. διαπράσσω.
Greek Monolingual
(Α διαπράττω και διαπράσσω)
1. εκτελώ, αποπερατώνω
2. νεοελλ. (για άνοστο ή τετριμμένο λογοπαίγνιο) «το διέπραξε πάλι»
αρχ.
1. διέρχομαι, περνώ
2. αποπερατώνω, ολοκληρώνω
3. (με απαρέμφατο) κατορθώνω ώστε...
4. μέσ. πετυχαίνω κάτι, αποσπώ από άλλον προς όφελος μου
5. διαπραγματεύομαι
6. καταστρέφω, εξοντώνω
7. μέσ. επιχειρώ και πετυχαίνω σκευωρία.