διαπαρατριβή
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
ἡ,
A constant wrangling, 1 Ep.Ti.6.5.
Greek (Liddell-Scott)
διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιος, σφοδρὸς ἀγών, φιλονικία, Ν. Δ. Α' Τιμ. Ϛ', 5, Κλήμης 1. 736 (Migne)· (κοιν. παραδιατριβαί).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
violente querelle.
Étymologie: διά, παρατριβή.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
diatriba constante διαπαρατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν constantes diatribas de hombres de mente corrompida 1Ep.Ti.6.5.
Greek Monolingual
διαπαρατριβή, η (Α)
βίαιος ανταγωνισμός.
Greek Monotonic
διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιη διαμάχη, σφοδρός αγώνας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
διαπαρατρῐβή: ἡ страстный спор (NT - v. l. παραδιατριβή).