κακηγορέω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
A speak ill of, abuse, slander, τινα Pl.Smp.173d, R. 395e, al.; τινὰ πρός τινα (v.l. παρά τινι) Ps.-Phoc.226: abs., ἀπεχόμενος . . τοῦ κακηγορεῖν from evil-speaking, Pl.Lg.934e, cf. Arist.EN 1129b23, Hyp.Fr.246:—Pass., to be abused, Pl.R.368b.
German (Pape)
[Seite 1298] Uebles nachreden, Schlimmes von Einem sagen, verläumden, schelten, τινά, Plat. Rep. II, 310 d; καὶ κωμῳδεῖν ἀλλήλους III, 395 e; Arist. eth. 5, 1 u. Sp., wie Luc. Pisc. 2. – Auch pass., ἡ δικαιοσύνη κακηγορουμένη Plat. Rep. II, 368 a.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκηγορέω: κακῶς ὁμιλῶ περί τινος, ὑβρίζω, κακολογῶ, κατηγορῶ, τινα Πλάτ. Συμπ. 173D, Πολ. 395C· κακηγορεῖν τινα πρός τινα Ψευδο-Φωκυλ. 213· ἀπολ., ἀπεχόμενος... τοῦ κακηγορεῖν Πλάτ. Νόμ. 934Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14. - Παθ., κατηγοροῦμαι, κακολογοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 368C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dire du mal, décrier, acc..
Étymologie: κακηγόρος.
Greek Monotonic
κᾰκηγορέω: κατηγορώ, κακολογώ, υβρίζω, διαβάλλω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκηγορέω: дурно говорить, поносить, злословить, оскорблять (словом) (τινα Plat., Arst., Luc.).