κάρτιστος

From LSJ
Revision as of 22:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρτιστος Medium diacritics: κάρτιστος Low diacritics: κάρτιστος Capitals: ΚΑΡΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kártistos Transliteration B: kartistos Transliteration C: kartistos Beta Code: ka/rtistos

English (LSJ)

η, ον, Ep. for κράτιστος. καρτομιστής, ὁ,

   A = κερτ-, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1331] ep. = κράτιστος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κάρτιστος: -η, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κράτιστος.

French (Bailly abrégé)

v. κράτιστος.

English (Autenrieth)

strongest, mightiest; neut., φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς (sc. ἐστί), best, i. e. ‘the better part of valor,’ Od. 12.120.

Greek Monolingual

κάρτιστος, -ίστη, -ον (Α)
κράτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του τ. κάρτων].

Greek Monotonic

κάρτιστος: Επικ. αντί κράτιστος.

Russian (Dvoretsky)

κάρτιστος: эп. = κράτιστος.