κηπολόγος

From LSJ
Revision as of 22:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπολόγος Medium diacritics: κηπολόγος Low diacritics: κηπολόγος Capitals: ΚΗΠΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: kēpológos Transliteration B: kēpologos Transliteration C: kipologos Beta Code: khpolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A teaching in a garden, of Epicureans, AP6.307 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1432] im Garten lehrend, Epikur, Phani. 6 (VI, 307).

Greek (Liddell-Scott)

κηπολόγος: -ον, ὁ διδάσκων ἐν κήπῳ ἐπὶ τῶν Ἐπικουρείων, Ἀνθολ. Π. 6. 307.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui enseigne dans un jardin (Épicure).
Étymologie: κῆπος, λέγω³.

Greek Monolingual

κηπολόγος, -ον (Α)
(για τους Επικούρειους) αυτός που διδάσκει σε κήπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -λόγος (< λόγος < λέγω)].

Greek Monotonic

κηπολόγος: -ον (λέγω), αυτός που διδάσκει σε κήπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κηπολόγος: учащий в саду (Ἐπίκουρος Anth.).