κρυφαῖος

From LSJ
Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυφαῖος Medium diacritics: κρυφαῖος Low diacritics: κρυφαίος Capitals: ΚΡΥΦΑΙΟΣ
Transliteration A: kryphaîos Transliteration B: kryphaios Transliteration C: kryfaios Beta Code: krufai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Phld.Piet.101, Luc.Ocyp.166:—

   A hidden, Pi.I.1.67, A.Ch.83 (lyr.), S.Aj.899, Pl.Ti.77c; ἐν κρυφαίοις LXXJe.23.24, al.    2 secret, clandestine, δρασμός A.Pers.360; ἔκπλους ib.385; ἔπος S.Fr.935; ἀδικίαι Phld.l.c. Adv. -ως A.Pers.370, Aen. Tact.18.8.

German (Pape)

[Seite 1516] verborgen, hei mlich; πλοῦτον κρυφαῖον νέμειν Pind. I. 1, 67, κρ υφαίοις πένθεσι πα χνουμένη Aesch. Ch. 81, δόλος Eur. Rhes. 92, κρυφαίῳ φασγάνῳ περιπτυ χής Soph. Ai. 882, auch in Prosa, Plat. Tim. 77.c Soph. 219 e u. 86., wie ἐν τῷ κρυφαίῳ Matth. 6, 18, sonst κρυπτῷ. – Adv. κρυφαίως, Aesch. Pers 362.

Greek (Liddell-Scott)

κρῠφαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Λουκ. Ὠκύπ. 166· ― κεκρυμμένος, κρυπτός, Πινδ. Ι. 1. 97, Τραγῳδοποδ. (ὡς Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Αἴ. 899), Πλάτ. Τίμ 77C. 2) λαθραῖος, κρύφιος, δρασμὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· ἔκπλους αὐτόθι 385· ἔπος Σοφ. Ἀποσπ. 673· ― Ἐπίρρ. -ως, ναυσὶν κρυφαίως δρασμὸν εὑρόντες τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 370.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 caché;
2 clandestin, secret.
Étymologie: κρύφα.

English (Slater)

κρῠφαῑος
   1 in secret εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον pr. (I. 1.67)

Greek Monolingual

κρυφαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. κρυμμένος («εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῡτον κρυφαῑον», Πίνδ.)
2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός («κρυφαῑον ἔπος», Σοφ.). Επιρρ. κρυφαίως (Α)
κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από κρυφῇ + κατάλ. -αῖος (πρβλ. λαθρ-αίος, λιτ-αίος)].

Greek Monotonic

κρῠφαῖος: -α, -ον και -ος, -ον,
1. κρυφός, σε Πίνδ., Τραγ.
2. μυστικός, λαθραίος, κρυφός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -ως, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κρῠφαῖος: и Luc. 2 скрытый, тайный (πλοῦτος Pind.; πένθη Aesch.; δόλος Eur.; λόχος Plut.).