πέρασις

From LSJ
Revision as of 01:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρᾱσις Medium diacritics: πέρασις Low diacritics: πέρασις Capitals: ΠΕΡΑΣΙΣ
Transliteration A: pérasis Transliteration B: perasis Transliteration C: perasis Beta Code: pe/rasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A crossing, βίου π. a completing of life, S.OC103.    2 Pythag. name for nine, Theol.Ar.57.

German (Pape)

[Seite 563] ἡ, das Ueberfahren, Uebersetzen, Sp.; – übertr., βίου πέρ. καὶ καταστροφή, Soph. O. C. 103, der Uebergang des Lebens in den Tod, das Hinscheiden; vgl. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πέρᾱσις: ἡ, (περάω) διάβασις, βίου πέρασις, τὸ τέλος, ἡ μετάβασις ἀπὸ τῆς ζωῆς [εἰς τὸν θάνατον], Σοφ. Ο. Κ. 103. - Κατὰ Σουΐδ.: «πέρασις βίου, ἡ τελευτή».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
trajet : βίου πέρασις SOPH passage de la vie à la mort.
Étymologie: περάω¹.

Greek Monotonic

πέρᾱσις: ἡ (περάω), διάβαση, βίου πέρασις, πέρασμα από την ζωή στο θάνατο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πέρᾱσις: εως ἡ переход, переправа: βίου π. Soph. уход из жизни.