πτέρις

From LSJ
Revision as of 03:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

German (Pape)

[Seite 807] ιδος, ἡ, Farrnkraut, wegen seiner gefiederten Blätter; acc. πτέριν, Theocr. 3, 14; πτέρεις, Pol. 3, 71, 4; nach Ath. II, 61 f = βλάχνος. Die Accentuation πτερίς ist falsch.

Greek Monolingual

-ιδος, η, ΝΜΑ, και πτερίς, -ίδος, Α
βοτ. κοσμοπολιτικό γένος πτεριδοφύτων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες και περιλαμβάνει 250 περίπου είδη τών τροπικών και εύκρατων περιοχών, κν. σήμερα γνωστό ως φτέρη
αρχ.
1. το φυτό ἀσπίδιον
2. το φυτό δρυόπτερις
3. φρ. «νυμφαία πτερίς» — το φυτό θηλυπτερίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + επίθημα -ις, -ιδος (πρβλ. θαμν-ίς, πτάκ-ις). Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματος τών φύλλων του που μοιάζουν με φτερό. Από την άλλη μεριά, τα γερμ. Farn και αγγλ. fern (πρβλ. λατ. filix, -icis «φτέρη») έχουν συνδεθεί με το αρχ. ινδ. parna- «φτερό, φύλλο». Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται ο τ. φτέρη].

Russian (Dvoretsky)

πτέρις: ἡ (только acc. πτέριν и nom. pl. πτέρεις) папоротник, предполож. кочедыжник (Athyrium filix) или многокучник (Aspidium filix) Theocr., Polyb.