σκινδάλαμος

From LSJ
Revision as of 03:39, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινδάλᾰμος Medium diacritics: σκινδάλαμος Low diacritics: σκινδάλαμος Capitals: ΣΚΙΝΔΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: skindálamos Transliteration B: skindalamos Transliteration C: skindalamos Beta Code: skinda/lamos

English (LSJ)

[ᾰλ], Att. σχινδάλᾰμος, ὁ,

   A splinter, in form σχινδαλμός Hp.Mul.2.133 (σκινδαλαμός, σχιδαλαμός, etc. in codd.); σκινδαλμός, Dsc.1.18.    II metaph., λόγων ἀκριβῶν σχινδάλαμοι strawsplittings, quibbles, Ar.Nu.130, cf. Ra.819, Luc.Hes.5; so σκινδαλμούς Alciphr.3.64:—cf. ἀνασχινδυλεύω.

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, zsgzgn σκινδαλμός, attisch σχινδάλαμος u. σχινδαλμός, s. Ruhnk. Tim. 32 u. Piers. Moer. 360, ein gespaltenes, zugespitztes Stück Holz, Schindel, auch Pfahl, Spitzpfahl. – Uebertr.: βραδὺς λόγων ἀκριβῶν σχινδαλάμους μαθήσομαι Ar. Nubb. 131; σχινδαλάμων παραξόνια (s. dieses Wort) Ran. 818; Spitzfindigkeiten, Schol. λεπτολογίαι, ἀπὸ τῆς σχίσεως τῶν καλάμων; Alciphr. 3, 64 σκινδαλμοὺς λόγων ἐκμαθών; vgl. Luc. diss. c. Hes. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
éclat de bois, copeau aigu, écharde.
Étymologie: cf. σκίζω.

Greek Monolingual

και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α
βλ. σχινδάλαμος.

Greek Monotonic

σκινδάλᾰμος: Αττ. σχινδάλαμος, , μικρό κομμάτι ξύλου που έχει αποσχιστεί, πελεκούδι, Λατ. scindula· μεταφ., λόγων σχινδάλαμοι, λεπτολογίες, αμφίσημα λόγια, γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκινδάλᾰμος: атт. σχινδάλᾰμος (δᾰ) ὁ досл. щепка, заноза, перен. тонкость, уловка Luc.: λόγων σχινδάλαμοι Arph. словесные тонкости, хитросплетения.