πρυμνόθεν

From LSJ
Revision as of 03:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνόθεν Medium diacritics: πρυμνόθεν Low diacritics: πρυμνόθεν Capitals: ΠΡΥΜΝΟΘΕΝ
Transliteration A: prymnóthen Transliteration B: prymnothen Transliteration C: prymnothen Beta Code: prumno/qen

English (LSJ)

Adv.

   A = πρύμνηθεν, A.R.4.911, Arat. 343, etc.    II from the bottom: hence, utterly, root and branch, ὀλλύναι A.Th.71,1061 (anap.).

German (Pape)

[Seite 801] adv., = πρύμνηθεν, vom Schiffshintertheil od. von hinten her; auch wie πρεμνόθεν, von Grund aus, Οἰδίποδα γένος ὠλέσατε πρυμνόθεν Aesch. Spt. 1048, μὴ πόλιν πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε 71.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνόθεν: Ἐπίρρ., = πρύμνηθεν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 911, Ἄρατ. 343, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ τοῦ πυθμένος, ὅθεν ὡς τὸ Λατ. funditus, ὁλοσχερῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, πρόρριζα, ὀλλύναι, κτλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 71, 1056, πρβλ. πρυμνός, πρύμνα ΙΙ· οὐδεμία δὲ ἀνάγκη νὰ ἀναγνώσωμεν πρέμνοθεν κατὰ τὸν Blomf.

French (Bailly abrégé)

adv.
de fond en comble.
Étymologie: πρυμνός, -θεν.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ.
1. από την πρύμνη του πλοίου
2. μτφ. ολοσχερώς, παντελώς («πόλιν πρυμνόθεν πανώλεθρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + συνδετικό φωνήεν -ο- + επιρρμ. κατάλ. -θεν].

Greek Monotonic

πρυμνόθεν: (πρυμνόν), επίρρ., από τον πυθμένα, από τον πάτο, απ' όπου, όπως το Λατ. funditis, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πρυμνόθεν: adv. досл. с кормы, перен. до основания, полностью, вконец (ὀλλύναι Aesch.).