συγχορηγός

From LSJ
Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχορηγός Medium diacritics: συγχορηγός Low diacritics: συγχορηγός Capitals: ΣΥΓΧΟΡΗΓΟΣ
Transliteration A: synchorēgós Transliteration B: synchorēgos Transliteration C: sygchorigos Beta Code: sugxorhgo/s

English (LSJ)

όν,

   A sharing with a partner in the expense, D.29.28.

German (Pape)

[Seite 971] zugleich, mit Andern die Kosten zur Ausrüstung eines Chors hergebend, mit, zugleich verwendend, übh. Helfershelfer, Dem. 29, 28.

Greek (Liddell-Scott)

συγχορηγός: -όν, ὁ συγχορηγῶν, συμβοηθῶν χρηματικῶς, Δημ. 853. 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chorège avec un autre ; p. ext. qui participe à certains frais.
Étymologie: σύν, χορηγός.

Greek Monolingual

-όν, Α χορηγός
αυτός που έχει αναλάβει δημόσια χορηγία μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

-όν, Α χορηγός
αυτός που έχει αναλάβει δημόσια χορηγία μαζί με άλλον.

Greek Monotonic

συγχορηγός: -όν, αυτός που χορηγεί από κοινού· γενικά, αυτός που αναλαμβάνει από κοινού με κάποιον άλλο μέρος των εξόδων, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συγχορηγός: ὁ досл. участник в расходах (по хорегии), перен. соучастник, пособник Dem.