μάκτρα

From LSJ
Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάκτρα Medium diacritics: μάκτρα Low diacritics: μάκτρα Capitals: ΜΑΚΤΡΑ
Transliteration A: máktra Transliteration B: maktra Transliteration C: maktra Beta Code: ma/ktra

English (LSJ)

ἡ,

   A kneading-trough, Ar.Ra.1159, Pl.545, Hermipp.57, X.Oec.9.7.    II bathing-tub, only in form μάκρα (q.v.).    III mortar for pounding drugs, Nic.Th.708.

German (Pape)

[Seite 86] ἡ, der Backtrog, in welchem der Brotteig geknetet wird (μάσσω) Ar. Plut. 545 Xen. Oec. 9, 7 u. Sp. – Uebh. ein Gefäß, in dem Etwas zerstoßen wird, Nic. Th. 708. – Auch = Badewanne, oder ein größeres Wasserbecken, in welchem Mehrere zusammen baden können, Eupol. bei Poll. 7, 168, Pol. 30, 20, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μάκτρα: ἡ, (μάσσω) σκάφη ζυμώματος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1159, Πλ. 545, Ξεν. Οἰκ. 9. 7· «μάκτρα· ἀβάκιον, ἔνθα μάσσουσι τὸ ἄλευρον» Ἡσύχ. ΙΙ. πύελος, ἤτοι μέγας λουτὴρ ἐν βαλανείῳ, Εὔπολ. ἐν «Διαιτῶντι» 1, Πολύβ. 30. 20, 3· πρβλ. πύελος, σκάφη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. instrument pour pétrir ou masser, d’où
1 huche, pétrin;
2 mortier pour broyer des drogues;
II. lieu où l’on masse, baignoire.
Étymologie: μάσσω.

Greek Monolingual

μάκτρα, ἡ (Α)
1. ξύλινη και σπανίως λίθινη σκάφη για ζύμωμα, ζυμωταριά
2. γουδί για κονιοποίηση φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τρα (πρβλ. πλέκ-τρα)].

Greek Monotonic

μάκτρα: ἡ (μάσσω), σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μάκτρα:1) квашня Xen., Arph. etc.;
2) лохань, ванна (μάκτραι και πύελοι Polyb.).