ἀχάνη

From LSJ
Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάνη Medium diacritics: ἀχάνη Low diacritics: αχάνη Capitals: ΑΧΑΝΗ
Transliteration A: achánē Transliteration B: achanē Transliteration C: achani Beta Code: a)xa/nh

English (LSJ)

ἡ, name of a Persian (also,

   A Boeotian, Arist.Fr.566) measure, = 45 μέδιμνοι, Ar.Ach.108,109.    2 chest, box, Phanod.25, Plu. Arat.6. [ᾰχᾱ Ar.Ach. ll. cc.]

German (Pape)

[Seite 417] ἡ, ein persisches, auch böotisches Getreidemaaß, = 45 μέδιμνοι, Ar. Ach. 108. – Eigtl. ein Kasten, Plut. Arat. 6; vgl. Schol. Ar. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάνη: ἡ, Περσικὸν (ὡσαύτως Βοιωτικὸν) μέτρον = πρὸς 45 μεδίμνους Ἀριστοφ. Ἀχ. 108, 109. 2) κίστη, κιβώτιον, Φανόδημ. ἐν Ἀποσπ. 25, Πλουτ. Ἄρατ. 6· ― ἴδε Πολυδ. Γ, 164 κἑξ. [ᾰχᾱνη, Ἐλμσλ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ.].

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 mesure de blé perse, valant 45 médimnes attiques;
2 corbeille, panier.
Étymologie: DELG emprunt possible.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 medida persa de áridos equivalente a 45 medimnos ἀχάναι ... χρυσίου Ar.Ach.108, cf. 109, Phanod.19, Arist.Fr.566, Hsch., Eust.1446.8, 1854.10
medida beocia, Arist.l.c., Hsch.
2 sin idea de medida cajón, caja τὰς κλίμακας ... ἐμβαλόντες εἰς ἀχάνας metiendo las escalas en cajones Plu.Arat.6.

Greek Monolingual

ἀχάνη, η (Α)
1. περσικό και βοιωτικό μέτρο ισοδύναμο με 45 μεδίμνους
2. κιβώτιο, κουτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. < (ακκαδ.) hanū < (αιγυπτ.) hn «κιβώτιο, μπαούλο»].

Greek Monotonic

ἀχάνη: [χᾱ], ἡ, περσικό μέτρο = σαράντα πέντε μεδίμνους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχάνη: (ᾰᾱ) ἡ
1) ахана (перс.-беот. мера сыпучих тел = 45 медимнам) Arph.;
2) ящик или корзина Plut.