γύψος

From LSJ
Revision as of 06:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύψος Medium diacritics: γύψος Low diacritics: γύψος Capitals: ΓΥΨΟΣ
Transliteration A: gýpsos Transliteration B: gypsos Transliteration C: gypsos Beta Code: gu/yos

English (LSJ)

ἡ,

   A chalk, Hdt.7.69, Pl.Phd.110c.    II gypsum, Thphr. Lap.64, BGU952.8 (ii/iii A. D.).    III cement, Thphr.Lap.65, Ph. Bel.79.5; ἐν γύψῳ κείμενος embedded in cement, D.S.2.10, Arr.An. 2.21.4.

German (Pape)

[Seite 512] ἡ, Kreide, Her. 7, 69; Plat. Phaed. 110 c; – Gyps, Theophr.; Rufin. 14 (V, 19).

Greek (Liddell-Scott)

γύψος: ἡ, κιμωλία γῆ, Ἡρόδ. 7. 69, Πλάτ. Φαίδωνι 110C. ΙΙ. εἶδος ἀσβέστου μετ’ ὀξέος χαλκάνθου μεμιγμένης, gypsum, Θεόφρ. Λίθ. 64 κ ἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
gypse, plâtre.
Étymologie: DELG pê emprunt sémitique -- Babiniotis aram. gassā.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ

• Alolema(s): lat. tb. neutr. gypsum Vitr.7.3.3, Isid.Etym.16.3.9
1 yeso Hdt.7.69, Pl.Phd.110c, Hp.Nat.Mul.32, Thphr.Lap.64, Luc.Trag.160, Vitr.l.c., Paus.1.40.4, 8.22.7, 9.32.1, PLeid.X.63, Gal.17(2).164, 182, BGU 952.4, 8 (II/III d.C.), Cels.2.33.3
usado como cosmético, D.C.61.7.4, AP 5.19 (Rufin.), Nonn.D.29.274, para hacer estatuas Anecd.Helu.273.34.
2 argamasa de yeso πλίνθος ... ἐν γύψῳ κείμενος ladrillo acoplado con yeso D.S.2.10, cf. Ph.Mech.79.5, Arr.An.2.21.4.

Greek Monolingual

και ύψος, ο (AM γύψος)
συνηθισμένο θειικό ορυκτό, μεγάλης εμπορικής σημασίας, που αποτελείται από ένυδρο θειικό ασβέστιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λέξη σημιτικής προέλευσης (πρβλ. ακκαδ. gassu, αραμ. gassā «γύψος»).
ΠΑΡ. γύψινος, γυψώνω (Α -ώ)
μσν.
γυψίον
μσν.- νεοελλ.
γυψώδης
νεοελλ.
γυψάδικο, γυψάς.
ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. γυψοειδής, γυψοπλάστης
νεοελλ.
γυψοκάμινος, γυψόκολλα, γυψοκονία, γυψοκονίαμα, γυψόκονις, γυψόλιθος, γυψομάρμαρο, γυψοπλαστική, γυψοποιός, γυψοπώλης, γυψοσανίδα, γυψουργός, γυψωρυχείο].

Greek Monotonic

γύψος: ἡ, κιμωλία, ασβεστόλιθος, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

γύψος: ἡ мел или известь Her., Plat., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γύψος -ου, ἡ krijt, gips, cement.