δορά
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
(A), ἡ, (δέρω)
A skin when taken off, hide, of beasts, δ. αἰγῶν Thgn.55; θηρῶν E.Cyc.330, cf. Diog.Oen.10; of birds, Hdt.4.175; of men, Pl.Euthd.285c; σατύρου Id.Smp.221e; grape-skin, Ruf. Anat.12. 2 rarely, skin on the living body, Ph.2.100, Hld.9.18. II flaying, Gal.2.423.
δορά (B),
A = δοκός (Cret.), EM284.12; cf. δόρυ.
German (Pape)
[Seite 658] ἡ (δέρω), die abgezogene Haut, Fell, Aesch. frg. 96; Eur. Cycl. 329; Plat. Euthyd. 285 d u. A.; auch von Menschen, Plut. Pelop. 21. Bei Hel. 3, 8. 9, 18 die noch auf dem Körper befindliche Haut. – Nach E. M. bei den Kretern = der Balken.
Greek (Liddell-Scott)
δορά: ἡ, (δέρω) δέρμα ἐκδαρέν, δορὰ ζῴων, Λατ. pellis, δ. αἰγῶν Θέογν. 55, ἔνθα ἴδε Brunck θηρῶν Εὐρ. Κύκλ. 330· πτηνῶν, Ἡρόδ. 4. 175· ἀνθρώπων, Πλάτ. Εὐθυδ. 285D, Συμπ. 221Ε. 2) σπανίως ἐπὶ τοῦ δέρματος εὐρισκομένου ἐπὶ τοῦ σώματος, cutis, Ἡλιόδ. 9.18.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
peau écorchée ; peau travaillée (lat. pellis).
Étymologie: R. Δαρ, écorcher ; cf. δέρω.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): -ή AP 11.40 (Antist.), Babr.82.7, Colluth.107, Arr.Ind.15.1, AP 6.56 (Macedon.); δορέη Trypho Pass.1.14
• Morfología: [plu. dat. δοραῖσι E.Cyc.330]
I 1piel, pellejo separado del cuerpo:
a) de anim. c. especificación del animal en gen. o adj. deriv. αἰγῶν Thgn.55, στρουθῶν καταγαίων de los avestruces, Hdt.4.175, δοραῖσι θηρῶν E.l.c., cf. D.Chr.59.5, Philostr.Ep.7, D.C.63.13.2, ἵππων Arist.Fr.354, τράγων D.H.7.72, τοῦ ζῴου D.S.4.34.3, ἐλάφου D.P.Au.3.7, λέοντος Lindos 177.2 (II a.C.), χιμαίρης Colluth.l.c., (προβάτων) Iambl.Fr.114, τίγριος Arr.l.c., νεβρίνῃ ... δορᾷ S.Fr.314.226, cf. E.Ba.176, Ar.Ra.1211, AP 11.40 (Antist.), λύκειος E.Rh.208, λεοντεία Men.Comp.1.303, cf. AP 5.152 (Mel.), Nonn.D.14.130
•c. otros adjs. αἴθων δ. piel leonada B.5.124, ἀρραγής del León de Nemea Trag.Adesp.653.4, cf. I.AI 3.241, Diog.Oen.21.1.8, SEG 38.1234.4 (Lidia II d.C.), Lib.Or.5.37, Opp.C.4.280, Str.11.5.6, 17.3.7, de la figura que forma una constelación, Vett.Val.8.4
•en el culto, como ofrenda a los dioses παρέξουσιν οἱ ἐρανισταὶ τὰ καθήκοντα τῷ θεῷ, δε[ξιὸν] σκέλος καὶ δορὰν καὶ κεφαλὴν IG 22.1366.23, cf. 1365.17 (ambas I d.C.), como parte reservada para el sacerdote Milet 1(7).204B.7 (I d.C.), ἡ γλῶσσα καὶ ἡ δ. CIRB 1005.8 (Fanagoria II d.C.);
b) humana εἴ μοι ἡ δ. μὴ εἰς ἄσκον τελευτήσει Pl.Euthd.285c, σατύρου Pl.Smp.221e, cf. Hanno Peripl.18, Plu.Pel.21;
c) de un cuerpo vivo τὴν τῆς κεφαλῆς δορὰν οἱ παρδάλεοι θῆρες ἀπέσυρον LXX 4Ma.9.28, cf. Mi.2.8, ἀγέλαι ... ὀρνίθων ... διαξαίνουσι τὴν δορὰν Tim.Gaz. en Ar.Byz.Epit.2.401, δυσαλγὴς κατὰ τῆς δορᾶς ἁπάσης ἕλκωσις Ph.2.100, cf. D.S.3.35, Babr.l.c., Hld.9.18.8, Ach.Tat.4.19.2, AP 6.56 (Macedon.).
2 pellejo, hollejo de la uva δορᾷ ῥαγὸς σταφυλῆς ὅμοιον Herophil.87.
II desolladura, laceración en disecciones τῷ ... δέρματι ... ὑμὴν ὑποτέτακται συναφαιρούμενος αὐτῷ κατὰ τὰς δοράς Gal.2.423.
• Etimología: De *dor-eHi̯2, de la r. de δέρω q.u.
-ᾶς, ἡ cret. viga, EM 284.12G.
Greek Monolingual
η (AM δορά) δέρω
1. το δέρμα του ζώου μετά το γδάρσιμο, τομάρι
2. εκδορά, γδάρσιμο
(αρσ.-μσν.) το δέρμα ζωντανού ζώου.
Greek Monotonic
δορά: ἡ (δέρω), γδαρμένο δέρμα, δέρμα, τομάρι ζώου, σε Θέογν., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δορά: ἡ δέρω (снятая) кожа, шкура Aesch., Eur., Her., Plat., Arst., Plut.