ἠϊών

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠϊών Medium diacritics: ἠϊών Low diacritics: ηιών Capitals: ΗΙΩΝ
Transliteration A: ēïṓn Transliteration B: ēiōn Transliteration C: iion Beta Code: h)i+w/n

English (LSJ)

Trag. ᾐών E.Or.994, Dor. ἀϊών Pi.I.1.33, A.Ag.1158 (lyr.), ἀών Mosch.3.37 (cj.): όνος, ἡ:—

   A shore, beach, ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον Il.23.61; ἀμφὶ δέ τ' ἄκραι ἠϊόνες βοόωσιν 17.265; ἂμ πέτρησι καὶ ἠϊόνεσσι καθίζων (Ep. dat.) Od.5.156, cf. Hdt.2.113, 8.96, E.Tr. 827 (lyr.), X.HG1.1.5, Sotion p.191 W., D.C.59.25.    2 after Hom., in pl., of other banks, as of a lake, Pi.I.1.33; of a river, A.Ag.l.c., A.R.2.659,4.130, D.H.4.27.    3 metaph., of the lower part of the face, over which the tears flow, Hsch.(pl.): sg., = πᾶσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν περιγραφή, Poll.2.71.

German (Pape)

[Seite 1157] όνος, ἡ, dor. ἀϊών, att. u. p. zsgzgn ᾐών, ᾀόσι, Mosch. 3, 37, das Ufer, gew. Meeresufer, Strand, ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον, Il. 23, 61. 17, 265; ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης Od. 5, 418; ἠϊόνες ἅλιαι Eur. Tr. 828; ποντίων σάλων ᾐόσιν ἁρματεύσας Or. 995; in dor. Form Pind. I. 1, 45 (wie Theocr. oft, u. Aesch. Ag. 1130); – Her. 8, 96; ἐναυμάχησαν περὶ Ἄβυδον κατὰ τὴν ἠϊόνα Xen. Hell. 1, 1, 3; Sp. – Seltener vom Ufer der Flüsse, εὐρείας ποταμοῖο, ηϊόνας, Ap. Rh. 2, 659. 4, 130; ἐπὶ ταῖς ἠϊόσι τοῦ Τιβέριος D. Hal. 4, 27. – Nach Hesych. auch ὀφθαλμῶν τὰ ὑποκάτω, wie Poll. 2, 71 πᾶσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν περιγραφή, vielleicht aus einer Dichterstelle.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
bord de la mer, bord d’un fleuve.
Étymologie: orig. inconnue -- DELG dernière hypothèse proposée : αἶα.

Greek Monolingual

ἠϊών και ᾐών, δωρ. τ. ἀϊών και ᾀών, -όνος, ἡ (Α)
1. ακτή, όχθη της θάλασσας, παραλία, ακρογιαλιά
2. (μετά τον Ομ., στον πληθ.) αἱ ἠϊόνες
ακτές λίμνης, όχθες ποταμού κ.λπ.
3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ὑποκάτω τῶν ὀφθαλμῶν διὰ τὸ φέρεσθαι κατ' αὐτῶν τἀ δάκρυα»
4. (κατά τον Πολυδ.) «ἠϊών
πᾱσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν περιγραφή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά τα τοπωνύμια σε -ών (πρβλ. Σικυών), ο δωρ. τ. āϊών οδήγησε ορισμένους στην υποθετική σύνδεση με το αία «γη». Πιθανό παράγωγό του το ηϊόεις].

Russian (Dvoretsky)

ἠϊών: атт. ᾐών, дор. ἀϊών и ᾀών, gen. όνος ἡ
1) (тж. ἠ. ἁλία Eur.) морской берег, морское побережье, взморье: ἐν πέτρῃσι καὶ ἠϊόνεσσι καθίζων Hom. сидя на прибрежных камнях; τῆς Ἀττικῆς ἐπὶ τὴν ἠϊόνα Her. к побережью Аттики;
2) вообще берег (озера, реки) Aesch., Pind.