θριαί
English (LSJ)
ῶν, αἱ,
A pebbles used in divination, Philoch.196, Call.Ap.45, cf. Sch. ad loc., EM455.34. II personified as nymphs of Parnassus, Philoch. l.c., Sch.Call.l.c., dub. cj. in h.Merc.552.
German (Pape)
[Seite 1218] αἱ, nach VLL. Nymphen, Ammen des Apollo, die eine besondere Art des Weissagens aus Steinchen erfanden; welche Steinchen oder die Weissagungen aus denselben bei Call. H. Apoll. 45 neben μάντιες auch θριαί heißen, Schol. μαντικαὶ ψῆφοι. Vgl. Zenob. 5, 75 u. Lob. Aglaopham. II p. 814 f.
Greek Monolingual
θριαί, αἱ (Α)
1. οι νύμφες του Παρνασσού, τροφοί του Απόλλωνος
2. οι ψήφοι, τα χαλικάκια με τα οποία γινόταν η μαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέθηκε από τους αρχαίους με τα θρίαμβος, το αριθμητ. τρεις και, τέλος, με το θρία «φύλλα συκιάς».
ΠΑΡ. αρχ. θριάζω.