κέσκεον
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
τό,
A tow, Herod.9a; κέσκι<ον>, Hsch.
Greek Monolingual
κέσκεον και κεσκίον, τὸ (Α)
το στουπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέσ-κεσ-ον, τ. με αναδιπλασιασμένο θ. κεσ- που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kes- «ξύνω, χτενίζω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. češo «χτενίζω», πιθ. χεττ. kišāi «χτενίζω», τσεχ. pa-čes «στουπί», λιθουαν. kasa «πλεξούδα, κοτσίδα» κ.ά.). Από παρεκτεταμένη μορφή ks-en- της ίδιας ρίζας προέκυψε στην ελλ. το ξαίνω, ενώ από άλλη παρεκτεταμένη μορφή ks-es το ξέω].