κνύω

From LSJ
Revision as of 07:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνύω Medium diacritics: κνύω Low diacritics: κνύω Capitals: ΚΝΥΩ
Transliteration A: knýō Transliteration B: knyō Transliteration C: knyo Beta Code: knu/w

English (LSJ)

   A scratch, πόθῳ μου' κνῡεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ar.Th.481, cf. Men. 1021.

Greek (Liddell-Scott)

κνύω: (κνάω) κτυπῶ τι ἐλαφρῶς ὡς νὰ ξέω ἢ νὰ ψηλαφῶ αὐτό, πόθῳ μου ’κνυεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 481· πρβλ. κνῦμα.

French (Bailly abrégé)

gratter.
Étymologie: DELG apparenté avec κναίω, κνίζω.

Greek Monolingual

κνύω (Α)
ψηλαφίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ακόμη μια λ. της μεγάλης οικογένειας τών κνίζω, κνῶ, κνίδη, κνῖσα, κνίψ κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hniuwan «συντρίβω», το αρχ. νορβ. hnjoda «συντρίβω» και το λεττον. knūdu «προκαλώ κνησμό»].

Russian (Dvoretsky)

κνύω: (ῡ) царапать(ся), скрести(сь): τὴν θύραν ἔκνυε Arph. он слегка постучался в дверь.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνύω [~ κναίω] krabbelen:. τὴν θύραν κνύειν op de deur tikken Aristoph. Th. 481.