κύπρος
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ἡ,
A henna, Lawsonia inermis, LXX Ca.1.14, AP4.1.42 (Mel.), Dsc.1.95, J.BJ4.8.3. 2 = κύπρινον μύρον, Thphr.Od.25, PPetr.2p.114 (iii B.C.), etc. II a measure of corn, Alc.141, SIG302 (Gambreum, iv B.C.), Rev.Ét.Gr.19.237 (Aphrod.). 2 = κεφάλαιον ἀριθμοῦ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1534] (s. nom. pr.), ἡ, ein auf der Insel Cyprus häufig wachsender Baum, mit Blättern, denen des Oelbaums ähnlich, aus dessen weißer Blüthe ein wohlriechendes Oel gemacht wurde, Diosc. – Nach Hesych. auch ein Getreidemaaß, zwei modii haltend; vgl. Poll. 4, 169 u. 10, 113 aus Alcaeus.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
cyprus ou henné, plante odorante, à Chypre, en Syrie, en Égypte.
Étymologie: Κύπρος.
Greek Monolingual
κύπρος, ἡ (AM)
το δένδρο λαουσονία η άοπλος
αρχ.
1. το κύπρινον («τῆς κύπρου ἡ ἐργασία παραπλησία τῇ τοῡ ροδίνου», Θεόφρ.)
2. μέτρο σιτηρών
3. (κατά τον Ησύχ.) «κεφάλαιον ἀριθμοῡ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δένδρο λαουσονία η άοπλος» είναι προφανώς δάνεια, σημιτ. προελεύσεως (πρβλ. εβρ. koper)
με τη σημ. «μέτρο σιτηρών» η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και παραμένει αβέβαιη η υπόθεση ότι είναι σημιτ. προελεύσεως].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύπρος -ου, ἡ hennastruik. cypros ( bep. inhoudsmaat).
Russian (Dvoretsky)
κύπρος: ἡ бот. кипр (Lawsonia alba, кустарник, из цветов которого добывались благовония) Anth.