πόσθη

From LSJ
Revision as of 12:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόσθη Medium diacritics: πόσθη Low diacritics: πόσθη Capitals: ΠΟΣΘΗ
Transliteration A: pósthē Transliteration B: posthē Transliteration C: posthi Beta Code: po/sqh

English (LSJ)

ἡ,

   A membrum virile, Id.Nu.1014.    II foreskin, Dsc.4.153, Ruf.Onom.102, Orib.Fr.84.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ, das männliche Glied, Ar. Nubb. 1001 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πόσθη: ἡ, (ἴδε πέος) τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1014· ἡ ἀκροβυστία, Διοσκ. 4. 157· ― ἐντεῦθεν τὸ ὑποκορ. πόσθιον, τό, Ἀριστοφ. Θεσμ. 254, 515· καὶ πόσθων, ωνος, ὁ, (πόσθη) κυρίως ὁ ἔχων μεγάλην πόσθην, κοινῶς «ψωλαρᾶς», Λουκ. Λεξιφ. 12· κωμικὴ λέξις ἐπὶ μικροῦ παιδίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1300· οὕτω, ποσθαλίσκος, ὁ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 291· πρβλ. Θετταλίσκος, κωραλίσκος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
membre viril, particul. le prépuce, le gland.
Étymologie: DELG v. πέος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
το δέρμα που καλύπτει τη βάλανο του πέους, η ακροβυστία («τὸ δέρμα δ' ἐπὶ πέρατι τοῡ καυλοῡ, τὴν νῡν πόσθην ὀνομαζομένην», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. το δέρμα που καλύπτει το πέος
αρχ.
το πέος, το ανδρικό μόριο («πυγὴν μεγάλην πόσθην μικράν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ποσ- της ρίζας πεσ- του πέος με εκφραστικό επίθημα -θη (πρβλ. σά-θη, κύσ-θος)].

Greek Monotonic

πόσθη: ἡ (βλ. πέος), ανδρική μεμβράνη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πόσθη:membrum virile Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόσθη -ης, ἡ [~ πέος] pik:. ἕξεις ἀεὶ... πόσθην μικράν je zult altijd een kleine pik hebben Aristoph. Nub. 1014.