σταῖς

From LSJ
Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταῖς Medium diacritics: σταῖς Low diacritics: σταίς Capitals: ΣΤΑΙΣ
Transliteration A: staîs Transliteration B: stais Transliteration C: stais Beta Code: stai=s

English (LSJ)

or σταίς (not στᾷς), τό, gen. σταιτός,

   A flour of spelt mixed and made into dough, Hdt.2.36, Hp.Art.38, Arist.Mete.386b14, Pr. 927b23, Thphr.Od.51, LXX Ex.12.34; εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σ. Eup. 332; also of dough in general, Gal.6.482,510,597.    II = στέαρ, ὄϊος σταῖς dub. l. in Hp.Nat.Mul.103 (οἰσύπην Littré); ἐν σταιτὶ τρίβειν Id.Mul.1.84 (perh. in sense 1).

Greek (Liddell-Scott)

σταῖς: ἢ σταὶς (οὐχὶ στᾴς), τό, γεν. σταιτός· - ἄλευρον ἔκ τινος εἴδους σίτου (ζειᾶς) μεθ’ ὕδατος ἀναμεμιγμένον καὶ εἰς φύραμα πεποιημένον, «ζυμάρι», Ἡρόδ. 2. 36, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 16, Προβλ. 21. 8, 1· εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 40· πρβλ. ζειά. ΙΙ. = στέαρ, ἄλειμμα, «ξύγγι», Ἱππ. 585. 3., 631. 41.

French (Bailly abrégé)

σταιτός (τό) :
pâte de farine de froment.
Étymologie: DELG t. archaïque de formation obscure.

Greek Monotonic

σταῖς: ή σταίς, τό, γεν. σταιτός, αλεύρι από σίκαλη αναμεμειγμένο με νερό και ζυμωμένο, ζύμη, ζυμάρι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σταῖς: или σταίς, gen. σταιτός τό пшеничное тесто Her., Arst.