σφώ

From LSJ
Revision as of 10:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφώ Medium diacritics: σφώ Low diacritics: σφω Capitals: ΣΦΩ
Transliteration A: sphṓ Transliteration B: sphō Transliteration C: sfo Beta Code: sfw/

English (LSJ)

   A v. σύ 11, σφωέ.

German (Pape)

[Seite 1053] attische Abkürzung von σφῶϊ, die sich auch in der Il. findet, z. B. 11, 782; für σφωέ aber zw., denn Il. 17, 531 wird jetzt richtig σφω' Αἴαντε gelesen.

Greek (Liddell-Scott)

σφώ: συνεσταλμένη ὀνομ. καὶ αἰτ. ἀντὶ σφῶι, ἴδε ἐν λ. σὺ ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

contr. de σφῶϊ.

English (Autenrieth)

gen. and dat. σφῶιν, σφῷν: dual of σύ, ye two, you two, you both, Il. 1.336, , Il. 11.776, . σφῶι and σφῶιν are never enclitic.

Greek Monolingual

και σφῶϊ, Α
(ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. του β' προσ. της προσ. αντων. σύ) εσείς οι δύο (α. «Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ' ἐλθέμεν», Ομ. Ιλ.
β. «ἀμφοτέρω γὰρ σφῶϊ φιλεῑ... Ζεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

σφώ: συγκεκ. ονομ. και αιτ. αντί σφῶϊ, βλ. σύ II.

Russian (Dvoretsky)

σφώ: стяж. к σφωέ и σφῶϊ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφώ, pron. pers., 2 dual. nom. en acc., zie σύ.
σφώ, zie σφωέ