ζῳογλύφος
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A sculptor, AP12.56 (Mel.), 57 (Id.); cf. ζωγλύφος.
German (Pape)
[Seite 1143] ὁ, Bildschnitzer, Bildhauer, Mel. 11. 12 (XII, 56. 57).
Greek (Liddell-Scott)
ζῳογλύφος: ὁ, γλύπτης ζῴων, Ἀνθ. Π. 12. 56, 57.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: ζωός, γλύφω.
Greek Monolingual
ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο-γλύφος, τοκο-γλύφος].
Greek Monotonic
ζῳογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης που απεικονίζει με τη σμίλη του θέματα παρμένα από τη φύση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζῳογλύφος: (ῠ) ὁ ваятель, скульптор Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῳογλύφος -ου, ὁ [ζῷον, γλύφω] beeldhouwer.