θελεμός

From LSJ
Revision as of 21:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελεμός Medium diacritics: θελεμός Low diacritics: θελεμός Capitals: ΘΕΛΕΜΟΣ
Transliteration A: thelemós Transliteration B: thelemos Transliteration C: thelemos Beta Code: qelemo/s

English (LSJ)

όν, epith. of πῶμα, A.Supp.1027 (lyr.): glossed by οἰκτρόν, ἥσυχον, Hsch.; but,= θελημός, acc. to Hdn.Gr.1.171, cf. EM103.48. Adv.

   A -μῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 1192] (nach Arcad. so zu accentuiren, der es wie E. M. mit ἐθελημός zusammenstellt), nur Aesch. Suppl. 1007, ποταμοὺς δ' οἳ διὰ χώρας θελεμὸν πῶμα χέουσιν, freiwillig, von selbst strömend; od. nach Anderen von θάλλω, θηλέω, nährend, befruchtend.

Greek (Liddell-Scott)

θελεμός: όν: - θελεμὸν πῶμα, ἐπὶ τοῦ Νείλου, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. οἰκτρόν, ἥσυχον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1027˙ ὁ Coningt. προτείνει θελεμωτέρῳ πνεύματι ὡσαύτως ἐν Θήβ. 707. Ὑποτίθεται ἐν Ε. Μ. 103. 48, ὡς πρῶτος τύπος τοῦ ἐθελημός˙ καὶ ὁ Ἀρκάδ. 61. 3, λέγει, τὸ δὲ θελεμὸς ἀπὸ τοῦ θελημὸς ὀξύνεται.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui coule ou jaillit de soi-même, ou pê fécondant.
Étymologie: cf. θάλλω ou θηλέω.

Greek Monolingual

-ό (Α θελεμός, -όν)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός
θέληση, βούλησηθελεμός τ' αφέντη στραβός ο τοίχος» — η θέληση του αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.)
αρχ.
1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του
2. ήρεμος, ήσυχος.
επίρρ...
θελεμῶς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκτρῶς, ἠσύχως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. είναι παράγωγο του θέλω, υπάρχει όμως αβεβαιότητα ως προς την ακριβή σημασία και την ετυμολογική προέλευση του αρχαίου].

Russian (Dvoretsky)

θελεμός: [(ἐ)θέλω (о водах Нила) собственной силой текущий, т. е. полноводный, по друг. θάλλω или θηλέω оплодотворяющий, живительный (πῶμα, sc. τῶν ποταμῶν Aesch.).