καταχθής

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχθής Medium diacritics: καταχθής Low diacritics: καταχθής Capitals: ΚΑΤΑΧΘΗΣ
Transliteration A: katachthḗs Transliteration B: katachthēs Transliteration C: katachthis Beta Code: kataxqh/s

English (LSJ)

ές, (ἄχθος)

   A loaded with, καρποῖο Arat.1044; laden, surcharged, γαστήρ Nic.Al. 322.    II heavy, λᾶαν Nonn.D.40.517.

German (Pape)

[Seite 1391] ές, belastet womit, τινός, z. B. πρῖνοι καρποῖο καταχθέες Arat. 1044; absol., Nic. Al. 322. Bei Nonn. 40, 517 λᾶας, lastend, schwer.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰταχθής: -ές, (ἄχθος) κατάφορτος, πλήρης ἔκ τινος, πρῖνοι καρποῖο κατ. Ἄρατ. 1044˙ καὶ ἀπολύτ., γαστὴρ κατ., πεπληρωμένη, Νικ. Ἀλ. 322˙ λᾶαν κ., βαρύν, Νόνν. Δ. 40. 517.

Greek Monolingual

καταχθής, -ές (Α)
1. γεμάτος από κάτι, κατάφορτος («καταχθὴς καρποῑο», Άρατ.)
2. παραφορτωμένος
3. βαρύς («καταχθῆ λάαν» — βαριά πέτρα, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. επ-αχθής, υπερ-αχθής].