εκλέγω

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐκλέγω)
Ι. 1. διαλέγω, ξεχωρίζω
2. αναδεικνύω κάποιον σε αξίωμα με εκλογή, με ψηφοφορία
3. μαζεύω, συλλέγω
4. (για τον θεό) διαλέγω και προορίζω
αρχ.-μσν.
(για φόρους) εισπράττω
αρχ.
1. αποσπώ, αφαιρώ
2. δηλώνω, κοινοποιώ
3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐκλελεγμένος
εκλεκτός, διαλεχτός.———————— (II)
ἐκλέγω (Μ)
1. λέω
2. περιγράφω με λεπτομέρεια
3. δείχνω τον δρόμο.