μαστίω
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
[ῐ], poet. form of μαστίζω in pres. and impf.,
A whip, scourge, μάστιε νῦν Il.17.622, cf. Hes.Sc.466, Pancrat.Oxy.1085.15, Nonn.D. 1.179, al.:—Med., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται Il.20.171.
Greek (Liddell-Scott)
μαστίω: ποιητ. τύπος τοῦ μαστίζω, μάστιε νῦν Ἰλ. Ν. 622, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 466. ― Μέσ., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται, ἐπὶ λέοντος ἑτοιμαζομένου πρὸς ἐπίθεσιν, τῇ οὐρᾷ μαστίζει ἑαυτὸν κατὰ τὰς πλευρὰς καὶ τὰ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν, Ἰλ. Υ. 171.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. impér. 2ᵉ sg. μάστιε et impf. 3ᵉ sg. ἐμάστιε;
fouetter;
Moy. μαστίομαι (seul. prés.) se fouetter (avec sa queue, en parl. d’un lion).
Étymologie: μάστις.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
μαστίω (Α)
(ποιητ. τ. του μαστίζω) μαστίζω, μαστιγώνω, πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ «μάστιγα».].
Greek Monotonic
μαστίω: μόνο σε ενεστ., μαστιγώνω, ραβδίζω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται, (το λιοντάρι) που χτυπάει τα πλευρά του με την ουρά του, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μαστίω: (только imper. praes. и praes. med.) бить, хлестать (οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται, sc. λέων Hom.).