ραγίζω

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
και ραΐζω Ν
1. (αμτβ.) (ιδίως για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου χωρίς όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, υφίσταμαι ράγισμα, παθαίνω ρωγμή («και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. τραγούδι)
2. (μτβ.) διακόπτω την αρμογή ή τη συνοχή ενός πράγματος, προξενώ ράγισμα («ράγισες το βάζο έτσι που το χτύπησες»)
3. φρ. α) «ραγίζει [ή ραγίζεται] η καρδιά μου»
(με μτφ. σημ.) λυπάμαι πάρα πολύ, θλίβομαι, β) «ράγισε το γυαλί»
μτφ. κλονίστηκε η υγεία ή η πίστη κάποιου ανεπανόρθωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἐρράγησα (< γ' πληθ. του παθ. αορ. ἐρράγησαν του ῥήγνυμι) κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. μαίνομαι: ἐμάνησαν: ἐμάνησα: μανίζω, σήπομαι: ἐσάπησαν: ἐσάπησα: σαπίζω)].———————— (II)
ΜΑ [[ῥάξ, ῥαγός]]
συλλέγω ρώγες, ραγολογώ.