ἄκυμος
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A τόπος Arist.Pr.931b31 : metaph., ἄ. βίοτος E.HF698; ψυχή Plu.2.1090b; ἄφοβον καὶ ἄ. Epicur.Fr.413.
German (Pape)
[Seite 87] dasselbe, Arist. Probl. 23, 4. Uebertr., βίοτος, ruhig, Eur. Herc. Fur. 686.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκῡμος: -ον, = ἀκύμαντος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 4, Πλούτ., κτλ. - μεταφ., ἄκ. βίοτος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 698.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans vague, calme.
Étymologie: ἀ, κῦμα.
Spanish (DGE)
(ἄκῡμος) -ον
1 no batido por las olas τόπος Arist.Pr.931b31.
2 fig. tranquilo, en calma βίοτος E.HF 698.
Greek Monolingual
ἄκυμος, -ον (Α) κῡμα γαλήνιος, ήρεμος, ατάραχος.
Greek Monotonic
ἄκῡμος: -ον (κῦμα) = ἀκύμαντος, σε Αριστ., Πλούτ. κ.λπ.· μεταφ., ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος, ἀκ. βίοτος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκῡμος: не волнующийся, спокойный (θάλαττα Arst., Plut.; βίοτος Eur.).