ἔκπεμψις
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A sending out or forth, στρατιᾶς Th.4.85, cf. SIG 285.8. 2 emission, expulsion, πνεύματος Gal.UP6.2.
German (Pape)
[Seite 771] ἡ, die Aussendung. Thuc. 4, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπεμψις: -εως, ἡ, ἀποστολή, στρατιᾶς Θουκ. 4. 85.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
envoi.
Étymologie: ἐκπέμπω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 envío c. gen. obj. ἡ μὲν ἔ. μου καὶ τῆς στρατιᾶς ὑπὸ Λακεδαιμονίων Th.4.85, τῶν ἀναιρησόντων I.AI 9.53
•envío en una misión ἐκύρωσε νόμῳ τὴν ἔκπεμψιν τοῦ Κάτωνος Plu.Cat.Mi.34
•despido, evacuación de una guarnición que ocupaba la ciudad IEryth.21.8 (IV a.C.).
2 fisiol. expulsión ἐκ τοῦ πλεύμονός τε καὶ εἰς τὸν πλεύμονα τήν θ' ὁλκὴν τοῦ πνεύματος ἡ καρδία καὶ αὖθις τὴν ἔκπεμψιν ποιεῖται Gal.3.414.
3 sent. dud., prob. ofrecimiento, consagración de panes, Clem.Al.Strom.6.4.37.
Greek Monolingual
ἔκπεμψις, η (AM)
1. αποστολή σε ξένη χώρα
2. (για το Άγιο Πνεύμα) η εκπόρευση
αρχ.
εξαγωγή.
Greek Monotonic
ἔκπεμψις: -εως, ἡ, αποστολή προς τα έξω, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκπεμψις: εως ἡ отсылка, отправка (τῆς στρατιᾶς ὑπὸ Λακεδαιμονίων Thuc.).