ἀνέφελος

From LSJ
Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέφελος Medium diacritics: ἀνέφελος Low diacritics: ανέφελος Capitals: ΑΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: anéphelos Transliteration B: anephelos Transliteration C: anefelos Beta Code: a)ne/felos

English (LSJ)

ον,

   A unclouded, cloudless, αἴθήρ Od.6.45; ἀήρ Arist.Mu. 394a23; νύξ Plu.Arat.21, etc.: metaph., not to be veiled or hidden, κακόν S.El.1246 (lyr.). (ἀνν. is v.l. in Arat.415, etc.; Eust.945.4 has also the form ἀνεφής, ές.)

German (Pape)

[Seite 227] unbewölkt, wolkenleer, αἴθρη Od. 6, 45; übertr., unverhüllt, offen, κακόν Soph. El. 1258; νύξ Plut. Arat. 21. [Ep. α].

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέφελος: -ον, ὁ ἄνευ νεφελῶν, αἴθρη Ὀδ. Ζ. 45˙ ἀὴρ Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4˙ νὺξ Πλουτ. Ἄρατ. 21, κτλ.: μεταφ., ὁ μὴ καλυπτόμενος, φανερός, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246. Τινὲς ἀναγινώσκουσιν ἀννέφ- ὡς Ἐπ. τύπ. ἐν Ὁμ., ἔνθ’ ἀνωτ., Ἄρατ. 415, κτλ. Ὁ Εὐστ. 945. 4, ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνεφής, ές.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans nuage, serein;
2 fig. non voilé, qui ne peut être voilé, éclatant.
Étymologie: ἀ, νεφέλη.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀννέφελος Nonn. v. infra
1 que no tiene nubes, despejado αἴθρη Od.6.45, ἀήρ Arist.Mu.394a23, νύξ Plu.Arat.21, ὀμίχλη Nonn.D.33.267.
2 no oculto por las nubes φανήμεναι ... ἄστρον ... ἀνέφελον Arat.415, ἀννεφέλων ἐπὶ λέκτρων Nonn.D.7.347
fig. no oculto, manifiesto κακόν S.El.1246.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέφελος, -ον)
ασυννέφιαστος, ξάστερος
νεοελλ.
μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος
αρχ.
μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός.

Greek Monotonic

ἀνέφελος: -ον (νεφέλη), ασυννέφιαστος, αίθριος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., μη καλυμμένος, φανερός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέφελος: 1) безоблачный (αἴθρη Hom. - с ᾱν; ἀήρ Arst.; νύξ Plut.): ἐξ ἀνεφέλου Plut. с безоблачного неба;
2) неприкрытый, явный (κακόν Soph.).