πρόβλητος

From LSJ
Revision as of 02:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόβλητος Medium diacritics: πρόβλητος Low diacritics: πρόβλητος Capitals: ΠΡΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: próblētos Transliteration B: problētos Transliteration C: provlitos Beta Code: pro/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A thrown forth or away, κυσὶν π. cast to the dogs, S.Aj.830.    II spread, beaten out into plates, ἀργύριον prob.l.in LXX Je.10.5(9).

German (Pape)

[Seite 712] vorgeworfen, μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕλωρ, Soph. Ai. 817.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβλητος: -ον, ὁ ἐρριμμένος ἔξω, Λατ. projectus, κυσὶ πρόβλητος, ἐρριμμένος εἰς τοὺς κύνας, Σοφ. Αἴ. 817.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jeté au-devant de, livré à, τινι.
Étymologie: προβάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α προβάλλω
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰκνοῑς θ' ἕλωρ», Σοφ.)
2. (για μέταλλο) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα.

Greek Monotonic

πρόβλητος: -ον (προβάλλω), ριγμένος έξω, πεταμένος μακριά, Λατ. projectus, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόβλητος -ον [προβάλλω] voorgeworpen: met dat.. κυσὶν π. voorgeworpen aan de honden Soph. Ai. 830.

Russian (Dvoretsky)

πρόβλητος: брошенный, кинутый (на съедение) (κυσὶν π. ἕλωρ Soph.).