γένεθλον

From LSJ
Revision as of 20:47, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γένεθλον Medium diacritics: γένεθλον Low diacritics: γένεθλον Capitals: ΓΕΝΕΘΛΟΝ
Transliteration A: génethlon Transliteration B: genethlon Transliteration C: genethlon Beta Code: ge/neqlon

English (LSJ)

τό,

   A = γενέθλη, race, descent, A.Supp.290.    2 offspring, Id.Ag.784 (lyr.), 914, etc.; γ. Οἰταίου πατρός S.Ph.453; τὰ θνητῶν γ. the sons of men, Id.OT1425.

German (Pape)

[Seite 482] τό, Abstammung, Aesch. Suppl. 287; Stamm, Geschlecht, Sprößling, Ἀτρέως, Λήδας, Ag. 758. 888; Soph. O. R. 180, u. sonst bei Tragg.; τὰ θνητῶν γένεθλα, die Menschengeschlechter, Soph. O. R. 1425; Simon. bei Plat. Prot. 346 c; auch sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

γένεθλον: τό, = γενέθλη, γένος, καταγωγή, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 290. 2) = γέννημα, γόνος, ἀπόγονοι, ὁ αὐτ. Ἀγ. 784. 914, κτλ.· γ. Οἰταίου πατρὸς Σοφ. Φ. 453· τὰ θνητῶν γ., «οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1425.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 descendance;
2 descendant, rejeton : τὰ θνητῶν γένεθλα SOPH les enfants des hommes.
Étymologie: cf. γενέθλη.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 estirpe, linaje γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον A.Supp.290.
2 c. gen. vástago, descendiente Ἀτρέως A.A.784, Οἰταίου πατρός S.Ph.453, cf. A.A.914, E.Hipp.62, Andr.1274, Orph.H.57.3, τὰ θνητῶν ... γένεθλα la raza humana S.OT 1425.

Greek Monolingual

γένεθλον, το (Α)
1. γενιά, καταγωγή
2. γόνοι, απόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε- (< γεν∂-), δισύλλαβη μορφή της ρίζας γεν- του γίγνομαι + (επίθημα) -θλο-, παράλληλος τ. του γενέθλη].

Greek Monotonic

γένεθλον: τό,
1. = γενέθλη, γένος, καταγωγή, σε Αισχύλ.
2. = γέννημα, απόγονος, τέκνον, στον ίδ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

γένεθλον: τό
1) род, происхождение (γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον Aesch.);
2) род, племя, потомство (Λήδας Aesch.; Οἰταίου πατρός Soph.): τὰ θνητῶν γένεθλα Soph. человеческий род.