βυρσαίετος

From LSJ
Revision as of 11:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βυρσαίετος Medium diacritics: βυρσαίετος Low diacritics: βυρσαίετος Capitals: ΒΥΡΣΑΙΕΤΟΣ
Transliteration A: byrsaíetos Transliteration B: byrsaietos Transliteration C: vyrsaietos Beta Code: bursai/etos

English (LSJ)

ὁ,

   A leather-eagle, com. name of Cleon the tanner, Ar. Eq.197.

German (Pape)

[Seite 468] ὁ, Lederadler, heißt der Gerber Kleon, Ar. Equ. 197. 203.

Greek (Liddell-Scott)

βυρσαίετος: ὁ, ὁ δερμάτινος ἀετός, ἐπώνυμον τοῦ βυρσοδέψου Κλέωνος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 197.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
« l’aigle corroyeur », sobriquet de Cléon, démagogue athénien qui était tanneur.
Étymologie: βύρσα, αἰετός.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ águila de cuero, águila coriácea en lenguaje oracular paródico dicho del curtidor Cleón, Ar.Eq.197, 203, 209.

Greek Monolingual

βυρσαίετος, ο (Α)
(περιφρονητική επωνυμία του Κλέωνος)
ο αϊτός το τομάρι, ο βυρσοδέψης που κάνει τον αϊτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + αιετός «αετός»].

Greek Monotonic

βυρσαίετος: ὁ, δερμάτινος αετός, προσωνύμιο του Κλέωνα του βυρσοδέψη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βυρσαίετος: ὁ ирон. кожевенный орел (прозвище Клеона) Arph.