ἐπισυνδίδωμι

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυνδίδωμι Medium diacritics: ἐπισυνδίδωμι Low diacritics: επισυνδίδωμι Capitals: ΕΠΙΣΥΝΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: episyndídōmi Transliteration B: episyndidōmi Transliteration C: episyndidomi Beta Code: e)pisundi/dwmi

English (LSJ)

   A rush in together, of streams, Plu.Aem.14.

German (Pape)

[Seite 987] (s. δίδωμι), nachgeben, sich nachsenken, Plut. Aemil. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνδίδωμι: συνωθοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπισυνδιδόντων ὁλκῇ καὶ φορᾷ τοῦ θλιβομένου πρὸς τὸ κενούμενον Πλουτ. Αἰμιλ. 14.

French (Bailly abrégé)

se joindre à, s’ajouter à.
Étymologie: ἐπί, συνδίδωμι.

Greek Monolingual

ἐπισυνδίδωμι (Α)
(για ρεύμα) συνωθούμαι προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνδίδωμι «συνεισφέρω, απλώνομαι»].

Greek Monotonic

ἐπισυνδίδωμι: συνωθούμαι προς τα εμπρός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυνδίδωμι: поддаваться, уступать (τινί Plut.).