ἀποκλάζω

From LSJ
Revision as of 17:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκλάζω Medium diacritics: ἀποκλάζω Low diacritics: αποκλάζω Capitals: ΑΠΟΚΛΑΖΩ
Transliteration A: apoklázō Transliteration B: apoklazō Transliteration C: apoklazo Beta Code: a)pokla/zw

English (LSJ)

(A), aor. -έκλαγξα,

   A ring or shout forth, A.Ag.156 (lyr.), AP7.191 (Arch.).
ἀπ-οκλάζω (B),

   A bend one's knees: hence, rest, Ar.Fr.109 (but cf. ἀποκλάω 2).

German (Pape)

[Seite 307] (s. κλάζω), einen Ton von sich geben, klingen, ἀπέκλαγξε τοιάδε Aesch. Ag. 151; Sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκλάζω: μέλλ. -άσω, κλίνω τὰ γόνατά μου, καὶ ἐντεῦθεν, ἀναπαύομαι, ὡς τὸ κάμπτειν γόνυ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 196.
μέλλ. -κλάγξω, κράζω μετὰ βροντώδους φωνῆς ἐν εἴδει κλαγγῆς, τοιάδε Κάλχας… ἀπέκλαγξε Αἰσχύλ. Ἀγ. 156, ἀποκλάγξασα νομεῦσι Ἀνθ. Π. 7. 191.

French (Bailly abrégé)

1pousser un cri.
Étymologie: ἀπό, κλάζω.
2ployer le genou.
Étymologie: ἀπό, ὀκλάζω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀπέκλαγξεν A.A.156]
clamar τοιάδε Κάλχας ... ἀ. μόρσιμ' A.l.c., cf. AP 7.191.

Greek Monolingual

(I)
ἀποκλάζω (Α)
κραυγάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + κλάζω «κράζω»].———————— (II)
ἀποκλάζω (Α)
κάθομαι οκλαδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + οκλάζω «κάθομαι οκλαδόν»].

Greek Monotonic

ἀποκλάζω: μέλ. -κλάγξω, φωνάζω με βροντερή φωνή, όπως η κλαγγή των όπλων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκλάζω: (fut. ἀποκλάγξω) кричать, восклицать Aesch., Anth.