συμπαρατρέχω Search Google

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

   A run alongside with, Plu.Cat.Ma.5, Arat.7.

German (Pape)

[Seite 985] (s. τρέχω), mit, zugleich nebenher laufen, Plut. Cat. mai. 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρατρέχω: παρατρέχω, δηλ. τρέχω ὁμοῦ ἐκ παραλλήλου μετά τινος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5. κτλ.

French (Bailly abrégé)

courir ensemble à côté de.
Étymologie: σύν, παρατρέχω.

Greek Monolingual

Α
(κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέχω «συνοδεύω»].

Greek Monotonic

συμπαρατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, τρέχω μαζί με κάποιον, στο πλάι του, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρατρέχω: бежать рядом (τινί Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρατρέχω meerennen naast, met dat.