Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνακτορία

From LSJ
Revision as of 16:34, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακτορία Medium diacritics: ἀνακτορία Low diacritics: ανακτορία Capitals: ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ
Transliteration A: anaktoría Transliteration B: anaktoria Transliteration C: anaktoria Beta Code: a)naktori/a

English (LSJ)

ἡ, (ἀνάκτωρ)

   A lordship, rule, A.R.1.839; management of horses, h.Ap.234.

German (Pape)

[Seite 194] die Lenkung, ἴππων H. h. Apoll. 234; Herrschaft, Ap. Rh. 1, 839 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτορία: ἡ, (ἀνάκτωρ), ἡγεμονία, κυριότης, κυβέρνησις, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 839: ἵππων διοίκησις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 234.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de diriger (un cheval);
2 fig. souveraineté.
Étymologie: ἀνάκτωρ.

Greek Monolingual

ἀνακτορία, η (ΑΜ) ἀνάκτωρ
1. το αξίωμα του άνακτος, εξουσία, ηγεμονία
2. διοίκηση του ιππικού.

Greek Monotonic

ἀνακτορία: ἡ (ἀνάκτωρ), διαχείριση αλόγων, χειρισμός, διαφέντευσή τους, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακτορία: ион. ἀνακτορίη ἡ управление (sc. ἵππων HH).