ἀνακρέκομαι

From LSJ
Revision as of 11:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακρέκομαι Medium diacritics: ἀνακρέκομαι Low diacritics: ανακρέκομαι Capitals: ΑΝΑΚΡΕΚΟΜΑΙ
Transliteration A: anakrékomai Transliteration B: anakrekomai Transliteration C: anakrekomai Beta Code: a)nakre/komai

English (LSJ)

   A begin to play, ἐς σὲ ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται each bird tunes its voice for thee, AP9.562 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 193] ein Saiteninstrument zu schlagen anfangen, dah. übertr., εἰς σὲ ἅπας ὄρνισἀνακρέκεται, dir zu Ehren singt jeder Vogel, Crinag. 27 (IX, 562).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακρέκομαι: Μέσ., ἀνακρούω ἐντατὸν ὄργανον διὰ τοῦ πλήκτρου, ἠχῶ, φθέγγομαι, σὲ ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται, ἑκαστον πτηνὸν παρασκευάζειν τὴν φωνήν του διὰ σέ, Ἀνθ. Π. 9. 562. Ἴδε κρέκω.

French (Bailly abrégé)

commencer à frapper les cordes d’une lyre, commencer à chanter ; εἴς τινα en l’honneur de qqn.
Étymologie: ἀνά, κρέκω.

Spanish (DGE)

cantar ναὶ δὲ σὲ ... ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται AP 9.562 (Crin.).

Greek Monolingual

ἀνακρέκομαι (Α)
ανακρούω όργανο, αρχίζω να παίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρέκω «χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου»].

Greek Monotonic

ἀνακρέκομαι: Μέσ., βρίσκω τον τόνο, συντονίζομαι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακρέκομαι: начинать бряцать по струнам: ἀ. τινα (v. l. εἴς τινα) Anth. славить кого-л. песнями.