ἀνήνοθε
English (LSJ)
Ep. pf. used like an aor.: αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς blood
A gushed forth from the wound, Il.11.266; κνίση ὲν ἀνήνοθεν the savour mounted up, Od.17.270 (ἐνήνοθε Aristarch.).
German (Pape)
[Seite 229] es dringt hervor (ἄνθω, ἄνθος, vgl. ἐνήνοθεν); bei Hom. zweimal, als Pers. mit Präsensbed. (= ἀνέρχεται, Scholl.) Od. 17, 270 ἐπεὶ κνίση μὲν ἀνήνοθεν, ἐν δέ τε φόρμιγξ ἠπύει; als Imperf drang hervor, Iliad. 11, 266 ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν, ὄφρα οἱ αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς. S. Buttmann Lexil. 1, 266 – 299. Nach einer Notiz Scholl. Od. 17, 270 soll Aristarch dort ἐνήνοθεν gelesen haben, die κοιναί (schlechte Ausgaben) ἀνήνοθεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήνοθε: Ἐπ. πρκμ. ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ.: ὁ Ὅμηρος ἔχει τὴν λέξιν δίς, αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, αἷμα ἀνέβλυσεν ἐκ τῆς παλαιᾶς πληγῆς, Ἰλ. Λ. 270. [Ὁ ἐνεστὼς κατ᾽ ἀναλογίαν θὰ ἦτο ἀνέθω, ἀνέρχομαι, ὑψοῦμαι, ὡς ὁ τοῦ ἐνήνοθε θὰ ἦτο ἐνέθω, εἶμαι ἐντός, πρβλ. ἐνήνοχα ἐκ τοῦ *ἐνέκω, ἐδήδοκα ἐκ τοῦ ἔδω. Φαίνεται πιθανώτερον ὅτι τὰ ῥήματα ταῦτα ἐσχηματίσθησαν κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῶν προθέσεων ἀνά, ἐν, μετὰ τῆς καταλήξεως -έθω, ὅπως τὸ ἄντομαι ἐγένετο ἐκ τῆς ἀντὶ μᾶλλον ἢ ὅτι τὸ ἤνοθα εἶναι πρκμ. τοῦ ἀνθέω (μετὰ προθεματ. ἀνὰ ἢ ἐν), ὡς ὁ Βουττμ. καὶ ὁ Κούρτ. ὑπολαμβάνουσιν].
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pf. {DELG pqp.} au sens d’un prés. ou d’ao.
jaillir.
Étymologie: DELG appartient à un ensemble de mots poétiques de sens vagues et de formes peu claires.
Spanish (DGE)
perf. ép.
1 c. valor de pasado brotar, manar αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀ. ἐξ ὠτειλῆς la sangre aún caliente manaba de la herida, Il.11.266.
2 c. valor de pres. subir κνίση μὲν ἀνήνοθεν (u.l.) Od.17.270.
• Etimología: Suele considerarse relacionada con la raíz de ἄνθος, q.u.
Greek Monotonic
ἀνήνοθε: Επικ. παρακ. με αορ. σημασία, αἷμα ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, αίμα που ανέβλυζε από την πληγή, σε Ομήρ. Ιλ.· κνίση ἀνήνοθεν, η τσίκνα ανέβαινε, σε Ομήρ. Οδ. [σχημ. όπως το *ἀνέθω (ἀνά), ανέρχομαι, ανυψώνομαι, πρβλ. ἐνήνοθε.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήνοθε: (ν) [3 л. sing. pf. к *ἀνέθω]
1) брызнул, хлынул (αῖμ᾽ ἀ. Hom.);
2) поднялся, взвился (κνίση ἀ. Hom.).