ἀνιάχω
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
[ᾰχ],
A cry aloud, A.R.2.270, 3.253, Nonn.D.15.417. 2 c. acc., proclaim loudly, APl.4.296 (Antip.); ἔπος Nonn.D.44.190.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιάχω: μέλλ. -αχήσω, ἰσχυρῶς φωνάζω, ἀναβοῶ, «χουγιάζω», Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 270, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., μεγαλοφώνως ἐπαινῶ, Ἀνθ. Πλαν. 296. ΙΙ. ἀναφωνῶ ἀποκρινόμενος, ἀποκρίνομαι μεγαλωφώνως, Νόνν. παράφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 90.
French (Bailly abrégé)
1 s’écrier;
2 acclamer, vanter.
Étymologie: ἀνά, ἰάχω.
Spanish (DGE)
(ἀνῐάχω)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [impf. ἀνίᾰχον (-ῑ-) AP 16.296 (Antip.Sid.), Nonn.D.15.417]
1 intr. gritar E.Or.1465, A.R.2.270, 3.253, Πὰν νόμιος καὶ Φοῖβος ἀνίαχον Nonn.l.c.
•c. ac. ἔπος Nonn.D.44.190, cf. 10.425.
2 c. ac. aclamar ἄλλοι δ' ἄλλην μαῖαν ἀνίαχον AP l.c.
Greek Monolingual
ἀνιάχω (Α) ιάχω
1. κραυγάζω δυνατά
2. ανακηρύσσω, επαινώ μεγαλόφωνα
3. απαντώ μεγαλόφωνα.
Greek Monotonic
ἀνιάχω: [ᾰ], κραυγάζω, φωνάζω δυνατά· με αιτ., επαινώ μεγαλόφωνα, σε Ανθ.