πεντηκόντορος

From LSJ
Revision as of 01:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκόντορος Medium diacritics: πεντηκόντορος Low diacritics: πεντηκόντορος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΟΡΟΣ
Transliteration A: pentēkóntoros Transliteration B: pentēkontoros Transliteration C: pentikontoros Beta Code: penthko/ntoros

English (LSJ)

   A v. πεντηκόντερος.

German (Pape)

[Seite 558] ἡ, mit u. ohne ναῦς, ein Funfzigruderer; Pind. P. 4, 245; Eur. I. T. 1124 Hel. 1428; Thuc. 1, 14. 6, 43; Folgde, wie Pol. 1, 20, 14. S. πεντηκόντερος.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκόντορος: (ἐξυπ. ναῦς), ἡ, πλοῖον φορτηγὸν μὲ πεντήκοντα κώπας, Πίνδ. Π. 4. 436, Εὐρ. Ι. Τ. 1124, Θουκ. 4. 14, κτλ. παρ’ Ἡροδ. φέρεται πεντηκόντερος, 1. 152, 163, 164., 3. 41, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐν 3. 124., 6. 138, ἀντίγραφά τινα φέρουσι πεντηκόντορος, καὶ ὁ τύπος οὗτος εὑρίσκεται ἐν τῷ Παρίῳ Χρον. (Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 15), πρβλ. τριακόντορος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à cinquante rames ; abs. navire à cinquante rames.
Étymologie: πεντήκοντα, ἄρω.

Greek Monolingual

η / και πεντηκόντερος, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) παλαιότερος τύπος, φορτηγού κυρίως, πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιήθηκε πριν από την καθιέρωση της τριήρους και το οποίο ήταν μακρύ σκαρί, δεν είχε κατάστρωμα, ενώ σε κάθε πλευρά του υπήρχαν 25 κουπιά που τά χειρίζονταν ισάριθμοι κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -ορος / -ερος (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. τριακόντ-ορος / -ερος].

Greek Monotonic

πεντηκόντορος: (ενν. ναῦς), , φορτηγό πλοίο με πενήντα κουπιά, σε Πίνδ., Ευρ., Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντηκόντορος zie πεντηκόντερος.

Russian (Dvoretsky)

πεντηκόντορος: ион. πεντηκόντερος ἡ (тж. π. ναῦς) пятидесятивесельное судно Pind., Eur., Thuc., Luc.