Γαμηλιών
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek (Liddell-Scott)
Γαμηλιών: -ῶνος, ὁ, ὁ ἕβδομος μὴν τοῦ Ἀττικοῦ ἔτους (ἀπὸ 15 Ἰανουαρ. μέχρι 15 Φεβρουαρ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 11, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 1, 2 · (ἐκ τοῦ γαμέω, ἐπειδὴ ἦτο ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐγίνοντο οἱ γάμοι · ― κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἐκαλεῖτο Ληναιών).
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
Gamèlion (litt. mois des mariages), 7ᵉ mois attique (fin janvier - début février).
Étymologie: γαμήλιος.
Spanish (DGE)
-ῶνος, ὁ
Gamelión mes séptimo del calendario en Ática, final de Enero, principio de Febrero IG 13.6.80 (V a.C.), Lys.17.5, Arist.Mete.343b5, D.18.84, Thphr.HP 7.1.2, Fun.Mon.1043 (Atenas, imper.), en Argólide, Dinias 2, en Delos ID 1498.2 (II a.C.), en Heraclea del Latmo Milet 1.(3).150.27 (II a.C.).
Greek Monolingual
Γαμηλιών, ο (Α) γαμήλιος
ο έβδομος μήνας του αττικού έτους κατά τον οποίο γίνονταν οι περισσότεροι γάμοι.
Greek Monotonic
Γᾰμηλιών: -ῶνος, ὁ, ο έβδομος μήνας του Αττικού χρόνου· προέρχεται από το γαμέω, επειδή ήταν η χρονική περίοδος κατά την οποία τελούνταν οι περισσότεροι γάμοι· το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου και το πρώτο του Φεβρουαρίου, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
Γᾰμηλιών: ῶνος ὁ гамелион, «брачный месяц» (7-й месяц атт. календаря, соотв. второй половине января и первой февраля) Arst.