γνόφος
English (LSJ)
later form for δνόφος,
A darkness, Chron.Lind. D.28, Ep.Hebr.12.18, D.Chr. 34.37(pl.), Luc.Peregr.43: pl., storm-clouds, Arist.Mu.391b12.
French (Bailly abrégé)
v. δνόφος.
English (Strong)
akin to νέφος; gloom (as of a storm): blackness.
English (Thayer)
γνόφου, ὁ (for the earlier (and poetic) δνόφος, akin to νέφος (so Alexander Buttmann (1873) Lexil. 2:266; but see Curtius, pp. 704f, 706, cf. 535; Vanicek, p. 1070)), darkness, gloom: Aristotle, de mund. c. 2at the end, p. 392b, 12; Lucian, de mort. Peregr. 43; Dio Chrysostom; the Sept. also for עָנָן a cloud, עֲרָפֶל 'thick cloud,' Trench, § c.).)
Greek Monolingual
γνόφος (AM) (Α και δνόφος)
1. σκοτεινιά
2. πληθ. οἱ γνόφοι
σύννεφα καταιγίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνόφος είναι μτγν. τ. του δνόφος, με φωνητική εξέλιξη του δν- σε γν-].
Greek Monotonic
γνόφος: ὁ = δνόφος, σε Λουκ.
Frisk Etymological English
See also: s. δνόφος,