ἐπίπολος

From LSJ
Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπολος Medium diacritics: ἐπίπολος Low diacritics: επίπολος Capitals: ΕΠΙΠΟΛΟΣ
Transliteration A: epípolos Transliteration B: epipolos Transliteration C: epipolos Beta Code: e)pi/polos

English (LSJ)

ὁ,

   A = πρόσπολος, companion, S.OT1322 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 972] = πρόσπολος, Soph. O. R. 1323.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπολος: ον = πρόσπολος, σύντροφος, Σοφ. Ο. Τ. 1322.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon.
Étymologie: ἐπί, πέλομαι.

Greek Monolingual

ἐπίπολος, -ον (Α)
ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἐπίπολος: -ον (πολέω), = πρόσπολος, σύντροφος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπολος: ὁ спутник, помощник (μόνιμος Soph.).