ἐπισπερχής

From LSJ
Revision as of 20:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπερχής Medium diacritics: ἐπισπερχής Low diacritics: επισπερχής Capitals: ΕΠΙΣΠΕΡΧΗΣ
Transliteration A: episperchḗs Transliteration B: episperchēs Transliteration C: episperchis Beta Code: e)pisperxh/s

English (LSJ)

ές,

   A hasty, hurried, μὴ ἐ. ἀλλ' ἀγαθὸς φαινέσθω Arist. Phgn.808a7, cf.807b5. Adv.-χῶς X.Cyr.4.1.3: Comp.-εστέρως Aen. Tact.26.10.

German (Pape)

[Seite 981] ές, eilig, hastig, heftig, Arist. Physiogn. 3, wo er τρίχωμα μαλακόν, τῷ σώματι συγκεκαθικὸς οὐκ ἐπισπερχές entgegengesetzt. – Adv., Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἐπισπερχεστέρως ἐξετάζειν, strenger untersuchen, Aen. Poliorc. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπερχής: -ές, ὁρμητικός, σφοδρός, τῷ σχήματι καὶ τῷ ἤθει τῷ ἐπὶ τοῦ προσώπου μὴ ἐπισπερχὴς ἀλλ’ ἀγαθὸς φαινέσθω Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 2. ― Ἐπίρρ. -χῶς, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3. ― Κάθ’ Ἡσύχ., «ἐπισπερχῶς· μετὰ σπουδῆς».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
actif, empressé.
Étymologie: ἐπισπέρχω.

Greek Monolingual

ἐπισπερχής, -ές (Α)
ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σπερχής (< σπέρχομαι «κινούμαι ορμητικά»].

Greek Monotonic

ἐπισπερχής: -ές, ορμητικός, σφοδρός· επίρρ. -χῶς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπερχής: стремительный, поспешный, торопливый Arst.