ἐπιτίτθιος

From LSJ
Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτίτθιος Medium diacritics: ἐπιτίτθιος Low diacritics: επιτίτθιος Capitals: ΕΠΙΤΙΤΘΙΟΣ
Transliteration A: epitítthios Transliteration B: epititthios Transliteration C: epititthios Beta Code: e)piti/tqios

English (LSJ)

ον,

   A at the breast, παῖς AP11.243 (Nicarch.): Subst., ὁ, a suckling, Theoc.24.54.

German (Pape)

[Seite 994] an der Mutterbrust liegend, noch saugend, παῖς, Nicarch. 15 (XI, 243); Theocr. 24, 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτίτθιος: -ον, ἐπιμάζιος, ἐπιμαστίδιος, «’ς τὸ βυζί», Λατ. subrumus, παῖδα λιπὼν οἴκοις ἐπιτίτθιον Ἀνθ. Π. 11. 243· ἀπολ., γαλαθηνός, Θεόκρ. 24. 53.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est encore à la mamelle.
Étymologie: ἐπί, τίτθη.

Greek Monolingual

ἐπιτίτθιος, -ον (Α)
1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο
2. (το αρσ. και ως ουσ.) ἐπιτίτθιος
βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τιτθός «γυναικείος μαστός»].

Greek Monotonic

ἐπιτίτθιος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον μαστό, πάνω στο στήθος, βυζανιάρικο, μικρό που θηλάζει, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτίτθιος: II ὁ грудной младенец Theocr.
питающийся материнским молоком, грудной (παῖς Anth.).