εὐγονία
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἡ,
A fruitfulness, Pl.R.546a, X.Lac.1.6, Ph.2.390, etc.; opp. ἀγονία, Iamb. Comm. Math.15.
German (Pape)
[Seite 1060] ὴ, Fruchtbarkeit, Erzeugung guter oder schöner Kinder, Plat. Rep. VIII, 546 a; Xen. Lac. 1, 6; θρεμμάτων Plut. Rom. 24.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγονία: ἡ, γονιμότης, εὐφορία, Πλάτ. Πολ. 546Α, Ξενοφ. Λακ. 1. 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
heureuse fécondité.
Étymologie: εὔγονος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐγονία) εύγονος
νεοελλ.
η απόκτηση υγιών απογόνων
αρχ.-μσν.
γονιμότητα, ευφορία.
Greek Monotonic
εὐγονία: ἡ, γονιμότητα, ευφορία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐγονία: ἡ (тж. εὐ. θρεμμάτων Plut.) плодовитость Xen., Plat.