ἔποικτος

From LSJ
Revision as of 20:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔποικτος Medium diacritics: ἔποικτος Low diacritics: έποικτος Capitals: ΕΠΟΙΚΤΟΣ
Transliteration A: époiktos Transliteration B: epoiktos Transliteration C: epoiktos Beta Code: e)/poiktos

English (LSJ)

ον, =

   A piteous, φόνυς ib.1614.

German (Pape)

[Seite 1007] beklagenswerth, φόνος Aesch. Ag. 1597.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποικτος: -ον, ἀξιολύπητος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1614.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐποίκτιστος.

Greek Monolingual

ἔποικτος, -ον (Α) οίκτος
αξιολύπητος.

Greek Monotonic

ἔποικτος: -ον, αξιοθρήνητος, θλιβερός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔποικτος: Aesch. = ἐποίκτιστος.